- επίβαση
- η (AM ἐπίβασις) [επιβαίνω]βάτεμα, οχείααρχ.-μσν.1. άφιξη, είσοδος2. η επιφάνεια στην οποία στηρίζονται τα πόδια για να σταθεί ή να βαδίσει κάποιος («ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτόν», ΠΔ)3. η κάθοδος τού Χριστού στον Άδημσν.αντικανονική άνοδος σε αρχιερατικό θρόνοαρχ.1. επιβίβαση2. άνοδος σε αξίωμα3. διάβαση, πέρασμα4. πλημμυρίδα5. προσέγγιση, προσπέλαση6. εισβολή7. στήριξη ενός αντικειμένου σε κάτι άλλο8. βάση για εξόρμηση9. λαβή, βάση για επιβουλή, πάτημα για να κάνει κάποιος κακό10. φρ. «κατ' ἐπίβασιν» — βαθμηδόν.
Dictionary of Greek. 2013.