επίβαση

επίβαση
η (AM ἐπίβασις) [επιβαίνω]
βάτεμα, οχεία
αρχ.-μσν.
1. άφιξη, είσοδος
2. η επιφάνεια στην οποία στηρίζονται τα πόδια για να σταθεί ή να βαδίσει κάποιος («ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτόν», ΠΔ)
3. η κάθοδος τού Χριστού στον Άδη
μσν.
αντικανονική άνοδος σε αρχιερατικό θρόνο
αρχ.
1. επιβίβαση
2. άνοδος σε αξίωμα
3. διάβαση, πέρασμα
4. πλημμυρίδα
5. προσέγγιση, προσπέλαση
6. εισβολή
7. στήριξη ενός αντικειμένου σε κάτι άλλο
8. βάση για εξόρμηση
9. λαβή, βάση για επιβουλή, πάτημα για να κάνει κάποιος κακό
10. φρ. «κατ' ἐπίβασιν» — βαθμηδόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • HENETI — I. HENETI Paphlagoniae pop. quorum equi in pretio. Phaedra in Euri pidis Hippolyto, v. 230. Εἴτε γενοίμαν εν σοῖς δαπέδοις Πώλους Ε῾νέτας δαμαζομεν´α. Et Chorus v. 1131. de Hippolyto iam fato functo: Οὐκ ἔτι συζυγίαν Πώλων Ε῾νετάν ἐπιβάσῃ. Ubi… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”